ἕκηλος

ἕκηλος
ἕκηλος, [dialect] Dor. [full] ἕκᾱλος, ον,
A at rest, at one's ease, in Hom. esp. of persons feasting and enjoying themselves,

οἱ δὲ ἕκηλοι τέρπονται Il. 5.759

;

ἕκηλος πῖνε Od.21.309

; ἕκηλοι νεκροὺς ἂμ πεδίον συλήσετε ye will plunder them at your ease, i.e. without let or hindrance, Il.6.70 ; ἕκηλος ἐρρέτω let him be off in peace, 9.376 ; of mere inaction, quiet, only twice in Hom.,

ἔσθἰ ἕκηλος Od.17.478

;

ἕκηλοι κάτθετε 21.259

, cf. Theoc.25.100 ;

ἕκαλος ἔπειμι γῆρας Pi.I.7(6).41

;

ἕ. εὕδειν S.Ph. 769

; ἐᾶν ἕκηλόν τινα ib.826 : neut. as Adv.,

ἕκηλα ἡμερεύειν Id.El. 786

: metaph. of a field, lying at rest or fallow, h.Cer.451 ; of trees, unmoved, A.R.3.969.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • έκηλος — ἕκηλος, ον, δωρ. τ. ἕκαλος, ον (Α) 1. ήσυχος, αμέριμνος, ξέγνοιαστος 2. αυτός που ενεργεί χωρίς εμπόδιο, ανεμπόδιστος 3. (για αγρό) ακαλλιέργητος, χέρσος 4. (για δέντρα) αυτός που δεν κινείται από άνεμο ή καταιγίδα, ασάλευτος 5. (το ουδ. πληθ. ως …   Dictionary of Greek

  • ἕκηλος — at rest masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕκηλον — ἕκηλος at rest masc/fem acc sg ἕκηλος at rest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκήλοις — ἕκηλος at rest masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκήλου — ἕκηλος at rest masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕκηλα — ἕκηλος at rest neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕκηλοι — ἕκηλος at rest masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύκηλος — (I) εὔκηλος, ον, θηλ. και εὐκήλη, δωρ. τ. εὔκαλος, ον (Α) 1. απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, ατάραχος, ήσυχος («εὔκηλοι πολέμιζον», Ομ. Ιλ.) 2. (για πράγματα) ήσυχος, ήρεμος («αὔραις εὐκήλοισιν», Οππ.). επίρρ... εὐκήλως (Α) ήσυχα. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • веселый — весел, весела, весело, укр. веселий, ст слав. веселъ κεχαριτωμένος (Супр.), болг. весел, сербохорв. ве̏сео, ве̏села, словен. vesȇɫ, чеш. vesely, слвц. vesely, польск. wesoɫy, др. польск. wiesioɫy, в. луж., н. луж. wjesoɫy. Родственно лтш.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • -ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί …   Dictionary of Greek

  • τέμενος — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ.) του νομού Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σατρών. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 150 μ.) του νομού Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παρανεστίου. * * * το, ΝΜΑ, και αρκαδ. τ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”